- δελφινίσκος
- δελφινίσκοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δελφινίσκος — δελφινίσκος, ο (Α) [δελφίς] δελφινάκι … Dictionary of Greek
δελφινίσκον — δελφινίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)